Λαγόρα

Λαγόρα
Λαγόρᾱ , Λαγόρας
masc nom/voc/acc dual
Λαγόρᾱ , Λαγόρας
masc voc sg (attic)
Λαγόρᾱ , Λαγόρας
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λαγόρας — Λαγόρᾱς , Λαγόρας masc acc pl Λαγόρᾱς , Λαγόρας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγόραν — Λαγόρᾱν , Λαγόρας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”